Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
View word page
διαπρίωσις
sawing up

ShortDef

sawing up

Debugging

Headword:
διαπρίωσις
Headword (normalized):
διαπρίωσις
Headword (normalized/stripped):
διαπριωσις
IDX:
21814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21815
Key:

Data

{'content': 'sawing up'}