Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
View word page
διαπρίω
to saw quite through, saw asunder

ShortDef

to saw quite through, saw asunder

Debugging

Headword:
διαπρίω
Headword (normalized):
διαπρίω
Headword (normalized/stripped):
διαπριω
IDX:
21813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21814
Key:

Data

{'content': 'to saw quite through, saw asunder'}