Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
View word page
διάπριστος
sawn through

ShortDef

sawn through

Debugging

Headword:
διάπριστος
Headword (normalized):
διάπριστος
Headword (normalized/stripped):
διαπριστος
IDX:
21812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21813
Key:

Data

{'content': 'sawn through'}