Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
View word page
διαπρήσσω
pass through
ShortDef
pass through
Debugging
Headword:
διαπρήσσω
Headword (normalized):
διαπρήσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπρησσω
IDX:
21811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21812
Key:
Data
{'content': 'pass through'}