Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴνη
Αἰνησίας
αἰνητός
Αἰνιάν
αἴνιγμα
αἰνιγματικός
αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιός
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
Αἰνόβαρβος
αἰνοβίας
View word page
αἰνίζομαι
(αἰνέω) praise

ShortDef

(αἰνέω) praise

Debugging

Headword:
αἰνίζομαι
Headword (normalized):
αἰνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αινιζομαι
IDX:
2180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2181
Key:

Data

{'content': '(αἰνέω) praise'}