Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
View word page
διαπρέπω
to appear prominent

ShortDef

to appear prominent

Debugging

Headword:
διαπρέπω
Headword (normalized):
διαπρέπω
Headword (normalized/stripped):
διαπρεπω
IDX:
21807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21808
Key:

Data

{'content': 'to appear prominent'}