Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
View word page
διαπρεπόντως
remarkably
ShortDef
remarkably
Debugging
Headword:
διαπρεπόντως
Headword (normalized):
διαπρεπόντως
Headword (normalized/stripped):
διαπρεποντως
IDX:
21806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21807
Key:
Data
{'content': 'remarkably'}