Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
View word page
διαπρακτικός
effective, operative

ShortDef

effective, operative

Debugging

Headword:
διαπρακτικός
Headword (normalized):
διαπρακτικός
Headword (normalized/stripped):
διαπρακτικος
IDX:
21799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21800
Key:

Data

{'content': 'effective, operative'}