Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
View word page
διαπρακτέος
practicable
ShortDef
practicable
Debugging
Headword:
διαπρακτέος
Headword (normalized):
διαπρακτέος
Headword (normalized/stripped):
διαπρακτεος
IDX:
21798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21799
Key:
Data
{'content': 'practicable'}