Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
View word page
διαπραγματεύομαι
to examine thoroughly
ShortDef
to examine thoroughly
Debugging
Headword:
διαπραγματεύομαι
Headword (normalized):
διαπραγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπραγματευομαι
Intro Text:
to examine thoroughly
IDX:
21797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21798
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to examine thoroughly" }