Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
View word page
διαποσῴζω
carry safe through

ShortDef

carry safe through

Debugging

Headword:
διαποσῴζω
Headword (normalized):
διαποσῴζω
Headword (normalized/stripped):
διαποσωζω
IDX:
21796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21797
Key:

Data

{'content': 'carry safe through'}