Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
View word page
διαποστέλλω
to send off in different directions, dispatch
ShortDef
to send off in different directions, dispatch
Debugging
Headword:
διαποστέλλω
Headword (normalized):
διαποστέλλω
Headword (normalized/stripped):
διαποστελλω
IDX:
21794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21795
Key:
Data
{'content': 'to send off in different directions, dispatch'}