Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
View word page
διαπόρφυρος
shot with purple
ShortDef
shot with purple
Debugging
Headword:
διαπόρφυρος
Headword (normalized):
διαπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
διαπορφυρος
Intro Text:
shot with purple
IDX:
21793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21794
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "shot with purple" }