Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
View word page
διαπορπακίζω
put the hand through the πόρπαξ

ShortDef

put the hand through the πόρπαξ

Debugging

Headword:
διαπορπακίζω
Headword (normalized):
διαπορπακίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπορπακιζω
IDX:
21792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21793
Key:

Data

{'content': 'put the hand through the πόρπαξ'}