Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
View word page
διαπορίζω
furnish, render
ShortDef
furnish, render
Debugging
Headword:
διαπορίζω
Headword (normalized):
διαπορίζω
Headword (normalized/stripped):
διαποριζω
IDX:
21791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21792
Key:
Data
{'content': 'furnish, render'}