Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
View word page
διαπορία
question, problem
ShortDef
question, problem
Debugging
Headword:
διαπορία
Headword (normalized):
διαπορία
Headword (normalized/stripped):
διαπορια
IDX:
21790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21791
Key:
Data
{'content': 'question, problem'}