Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
View word page
διαπόρθμιος
transmitting, mediating

ShortDef

transmitting, mediating

Debugging

Headword:
διαπόρθμιος
Headword (normalized):
διαπόρθμιος
Headword (normalized/stripped):
διαπορθμιος
IDX:
21789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21790
Key:

Data

{'content': 'transmitting, mediating'}