Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
Αἰνησίας
αἰνητός
Αἰνιάν
αἴνιγμα
αἰνιγματικός
αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιός
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
View word page
αἰνιγματώδης
riddling, dark
ShortDef
riddling, dark
Debugging
Headword:
αἰνιγματώδης
Headword (normalized):
αἰνιγματώδης
Headword (normalized/stripped):
αινιγματωδης
IDX:
2178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2179
Key:
Data
{'content': 'riddling, dark'}