Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
View word page
διαπορητικός
at a loss, hesitating

ShortDef

at a loss, hesitating

Debugging

Headword:
διαπορητικός
Headword (normalized):
διαπορητικός
Headword (normalized/stripped):
διαπορητικος
IDX:
21786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21787
Key:

Data

{'content': 'at a loss, hesitating'}