Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
View word page
διαπορητέον
one must raise questions

ShortDef

one must raise questions

Debugging

Headword:
διαπορητέον
Headword (normalized):
διαπορητέον
Headword (normalized/stripped):
διαπορητεον
IDX:
21785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21786
Key:

Data

{'content': 'one must raise questions'}