Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
View word page
διαπόρησις
doubting, perplexity

ShortDef

doubting, perplexity

Debugging

Headword:
διαπόρησις
Headword (normalized):
διαπόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαπορησις
IDX:
21784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21785
Key:

Data

{'content': 'doubting, perplexity'}