Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
View word page
διαπόρημα
vexed question
ShortDef
vexed question
Debugging
Headword:
διαπόρημα
Headword (normalized):
διαπόρημα
Headword (normalized/stripped):
διαπορημα
IDX:
21783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21784
Key:
Data
{'content': 'vexed question'}