Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
διαπορίζω
διαπορπακίζω
View word page
διαπορέω
to be quite at a loss

ShortDef

to be quite at a loss

Debugging

Headword:
διαπορέω
Headword (normalized):
διαπορέω
Headword (normalized/stripped):
διαπορεω
IDX:
21782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21783
Key:

Data

{'content': 'to be quite at a loss'}