Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορία
View word page
διαπορευτός
which may be traversed

ShortDef

which may be traversed

Debugging

Headword:
διαπορευτός
Headword (normalized):
διαπορευτός
Headword (normalized/stripped):
διαπορευτος
IDX:
21780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21781
Key:

Data

{'content': 'which may be traversed'}