Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
View word page
διαπονηρεύομαι
deal unfairly

ShortDef

deal unfairly

Debugging

Headword:
διαπονηρεύομαι
Headword (normalized):
διαπονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπονηρευομαι
IDX:
21773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21774
Key:

Data

{'content': 'deal unfairly'}