Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
διαπορεία
διαπορευτός
διαπορεύω
View word page
διαπονέω
to work out with labour

ShortDef

to work out with labour

Debugging

Headword:
διαπονέω
Headword (normalized):
διαπονέω
Headword (normalized/stripped):
διαπονεω
IDX:
21771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21772
Key:

Data

{'content': 'to work out with labour'}