Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰνετήριος
αἰνετής
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
Αἰνησίας
αἰνητός
Αἰνιάν
αἴνιγμα
αἰνιγματικός
αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιός
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
View word page
αἰνιγματιστής
one who speaks riddles

ShortDef

one who speaks riddles

Debugging

Headword:
αἰνιγματιστής
Headword (normalized):
αἰνιγματιστής
Headword (normalized/stripped):
αινιγματιστης
IDX:
2176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2177
Key:

Data

{'content': 'one who speaks riddles'}