Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
διαποντοπλανής
View word page
διαπομπεύω
to carry the procession to an end
ShortDef
to carry the procession to an end
Debugging
Headword:
διαπομπεύω
Headword (normalized):
διαπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπομπευω
IDX:
21768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21769
Key:
Data
{'content': 'to carry the procession to an end'}