Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
View word page
διαπολιτεύομαι
to be a political rival

ShortDef

to be a political rival

Debugging

Headword:
διαπολιτεύομαι
Headword (normalized):
διαπολιτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπολιτευομαι
IDX:
21765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21766
Key:

Data

{'content': 'to be a political rival'}