Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
View word page
διαπολιορκέω
to besiege continually, to blockade

ShortDef

to besiege continually, to blockade

Debugging

Headword:
διαπολιορκέω
Headword (normalized):
διαπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
διαπολιορκεω
IDX:
21763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21764
Key:

Data

{'content': 'to besiege continually, to blockade'}