Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
διαπονέω
View word page
διαπολεμέω
to carry the war through, end the war

ShortDef

to carry the war through, end the war

Debugging

Headword:
διαπολεμέω
Headword (normalized):
διαπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
διαπολεμεω
IDX:
21761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21762
Key:

Data

{'content': 'to carry the war through, end the war'}