Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπιμος
View word page
διαποιμαίνω
feed
ShortDef
feed
Debugging
Headword:
διαποιμαίνω
Headword (normalized):
διαποιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαποιμαινω
IDX:
21760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21761
Key:
Data
{'content': 'feed'}