Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
View word page
διαποίκιλος
variegated

ShortDef

variegated

Debugging

Headword:
διαποίκιλος
Headword (normalized):
διαποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
διαποικιλος
IDX:
21759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21760
Key:

Data

{'content': 'variegated'}