Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
View word page
διαποικίλλω
to variegate, adorn

ShortDef

to variegate, adorn

Debugging

Headword:
διαποικίλλω
Headword (normalized):
διαποικίλλω
Headword (normalized/stripped):
διαποικιλλω
IDX:
21758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21759
Key:

Data

{'content': 'to variegate, adorn'}