Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
View word page
διαποιέω
complete a transaction

ShortDef

complete a transaction

Debugging

Headword:
διαποιέω
Headword (normalized):
διαποιέω
Headword (normalized/stripped):
διαποιεω
IDX:
21757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21758
Key:

Data

{'content': 'complete a transaction'}