Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
View word page
διαποθνῄσκω
keep dying
ShortDef
keep dying
Debugging
Headword:
διαποθνῄσκω
Headword (normalized):
διαποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
διαποθνησκω
IDX:
21756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21757
Key:
Data
{'content': 'keep dying'}