Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
View word page
διαπνοή
outlet, vent for the wind

ShortDef

outlet, vent for the wind

Debugging

Headword:
διαπνοή
Headword (normalized):
διαπνοή
Headword (normalized/stripped):
διαπνοη
IDX:
21751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21752
Key:

Data

{'content': 'outlet, vent for the wind'}