Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
View word page
διαπνευστός
easily dissipated, volatile
ShortDef
easily dissipated, volatile
Debugging
Headword:
διαπνευστός
Headword (normalized):
διαπνευστός
Headword (normalized/stripped):
διαπνευστος
IDX:
21749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21750
Key:
Data
{'content': 'easily dissipated, volatile'}