Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
View word page
διάπνευσις
exhaling

ShortDef

exhaling

Debugging

Headword:
διάπνευσις
Headword (normalized):
διάπνευσις
Headword (normalized/stripped):
διαπνευσις
IDX:
21747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21748
Key:

Data

{'content': 'exhaling'}