Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
View word page
διάπνευμα
breeze

ShortDef

breeze

Debugging

Headword:
διάπνευμα
Headword (normalized):
διάπνευμα
Headword (normalized/stripped):
διαπνευμα
IDX:
21746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21747
Key:

Data

{'content': 'breeze'}