Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
View word page
διαπλόω
unfold

ShortDef

unfold

Debugging

Headword:
διαπλόω
Headword (normalized):
διαπλόω
Headword (normalized/stripped):
διαπλοω
IDX:
21745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21746
Key:

Data

{'content': 'unfold'}