Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
View word page
διάπλοος
sailing continually

ShortDef

sailing continually

Debugging

Headword:
διάπλοος
Headword (normalized):
διάπλοος
Headword (normalized/stripped):
διαπλοος
IDX:
21744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21745
Key:

Data

{'content': 'sailing continually'}