Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
View word page
διαπλήσσω
to break

ShortDef

to break

Debugging

Headword:
διαπλήσσω
Headword (normalized):
διαπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπλησσω
IDX:
21740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21741
Key:

Data

{'content': 'to break'}