Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
διαπνευστός
View word page
διαπληκτισμός
sparring, disputing, wrangling

ShortDef

sparring, disputing, wrangling

Debugging

Headword:
διαπληκτισμός
Headword (normalized):
διαπληκτισμός
Headword (normalized/stripped):
διαπληκτισμος
IDX:
21739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21740
Key:

Data

{'content': 'sparring, disputing, wrangling'}