Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνευστικός
View word page
διαπληκτίζομαι
to spar with, skirmish with

ShortDef

to spar with, skirmish with

Debugging

Headword:
διαπληκτίζομαι
Headword (normalized):
διαπληκτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπληκτιζομαι
IDX:
21738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21739
Key:

Data

{'content': 'to spar with, skirmish with'}