Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
διάπνευμα
διάπνευσις
View word page
διάπλεως
brim-full

ShortDef

brim-full

Debugging

Headword:
διάπλεως
Headword (normalized):
διάπλεως
Headword (normalized/stripped):
διαπλεως
IDX:
21737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21738
Key:

Data

{'content': 'brim-full'}