Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
διαπλόω
View word page
διαπλευρισμός
cross-dyke
ShortDef
cross-dyke
Debugging
Headword:
διαπλευρισμός
Headword (normalized):
διαπλευρισμός
Headword (normalized/stripped):
διαπλευρισμος
IDX:
21735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21736
Key:
Data
{'content': 'cross-dyke'}