Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
διάπλοος
View word page
διαπλέκω
to interweave, to weave together, plait
ShortDef
to interweave, to weave together, plait
Debugging
Headword:
διαπλέκω
Headword (normalized):
διαπλέκω
Headword (normalized/stripped):
διαπλεκω
IDX:
21734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21735
Key:
Data
{'content': 'to interweave, to weave together, plait'}