Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διάπλοκος
View word page
διάπλεγμα
woof

ShortDef

woof

Debugging

Headword:
διάπλεγμα
Headword (normalized):
διάπλεγμα
Headword (normalized/stripped):
διαπλεγμα
IDX:
21733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21734
Key:

Data

{'content': 'woof'}