Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
View word page
διαπλατύνω
to make very wide, dilate

ShortDef

to make very wide, dilate

Debugging

Headword:
διαπλατύνω
Headword (normalized):
διαπλατύνω
Headword (normalized/stripped):
διαπλατυνω
IDX:
21732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21733
Key:

Data

{'content': 'to make very wide, dilate'}